ἐρίκτυπος

ἐρίκτυπος
ἐρί-κτῠπος, ον,
A loud-sounding, of Poseidon, Hes.Th.456,930.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ερίκτυπος — ἐρίκτυπος, ον (Α) αυτός που κάνει μεγάλο κτύπο, κρότο («ἐρίκτυπον Ἐννοσίγαιον», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + κτύπος] …   Dictionary of Greek

  • ἐρίκτυπον — ἐρίκτυπος loud sounding masc/fem acc sg ἐρίκτυπος loud sounding neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρικτύπου — ἐρίκτυπος loud sounding masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρικτύπῳ — ἐρίκτυπος loud sounding masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερι- — (I) ἐρι (Α) αχώριστο μόριο (όπως το αρι ) που επιτείνει την έννοια τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. εριαυγής πάρα πολύ λαμπρός, φωτεινότατος β. ερίτιμος πολύτιμος, εντιμότατος γ. εριβρεμέτης* αυτός που βροντάει ισχυρά,… …   Dictionary of Greek

  • κτύπος — και χτύπος, ο (AM κτύπος, Μ και χτύπος) 1. ισχυρός ήχος, πάταγος, κρότος από κρούση, πτώση, ροή νερού, μουσικό όργανο κ.λπ. 2. κρούση, κτύπημα νεοελλ. μσν. 1. ρυθμικός παλμός ή ήχος (α. «χτύπος τής καρδιάς» β. «χτύπος τού ρολογιού») 2.… …   Dictionary of Greek

  • ἐρικτύπωι — ἐρικτύπῳ , ἐρίκτυπος loud sounding masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”